φυτοϊατρική

φυτοϊατρική
η, Ν
(φυτοπαθ.) (αδόκιμος τ.) η θεραπεία και η πρόληψη τών φυτονόσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytiatry].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”